αγαστονος

αγαστονος
    ἀγάστονος
    ἀγά-στονος
    2
    1) оглушительно воющий, завывающий
    

(Ἀμφιτρίτη Hom., HH.)

    2) громко стонущий, плачущий навзрыд (sc. παρθένοι Aesch.; μήτηρ Anth.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγαστονος" в других словарях:

  • αγάστονος — ἀγάστονος, ον (Α) 1. (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, παταγώδης 2. μτφ. αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα * + στόνος < στένω] …   Dictionary of Greek

  • ἀγάστονος — much groaning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάστονον — ἀγάστονος much groaning masc/fem acc sg ἀγάστονος much groaning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάστονε — ἀγάστονος much groaning masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγάστονοι — ἀγάστονος much groaning masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόστονος — αὐτόστονος, ον (Α) αυτός που στενάζει για τα βάσανά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + στόνος «στεναγμός» < στένω (πρβλ. αγάστονος, βαρύστονος)] …   Dictionary of Greek

  • ἀγαστόνωι — ἀγαστόνῳ , ἀγάστονος much groaning masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»