- αγαστονος
- ἀγάστονοςἀγά-στονος21) оглушительно воющий, завывающий
(Ἀμφιτρίτη Hom., HH.)
2) громко стонущий, плачущий навзрыд (sc. παρθένοι Aesch.; μήτηρ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἀμφιτρίτη Hom., HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αγάστονος — ἀγάστονος, ον (Α) 1. (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, παταγώδης 2. μτφ. αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα * + στόνος < στένω] … Dictionary of Greek
ἀγάστονος — much groaning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάστονον — ἀγάστονος much groaning masc/fem acc sg ἀγάστονος much groaning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάστονε — ἀγάστονος much groaning masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάστονοι — ἀγάστονος much groaning masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόστονος — αὐτόστονος, ον (Α) αυτός που στενάζει για τα βάσανά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + στόνος «στεναγμός» < στένω (πρβλ. αγάστονος, βαρύστονος)] … Dictionary of Greek
ἀγαστόνωι — ἀγαστόνῳ , ἀγάστονος much groaning masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)